- συνεκλέγομαι
- Α [ἐκλέγω]1. εκλέγω κάτι μαζί με κάποιον2. κολλώ, αρπάζω αρρώστια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμψηφίζω — ΝΜΑ [ψηφίζω] λογαριάζω κάτι μαζί με κάτι άλλο, κάνω συμψηφισμό, συνυπολογίζω («καὶ συνεψήφισαν τὰς τιμὰς αὐτῶν καὶ εὗρον ἀργυρίου μυριάδας πέντε», ΚΔ) νεοελλ. συγχωνεύω μια ποινή σε άλλη μεγαλύτερη, κάνω συμψηφισμό μσν. 1. ψηφίζω μαζί με κάποιον… … Dictionary of Greek